ναυταποστολή

ναυταποστολή
η
αποστολή ομάδας ναυτικών για επάνδρωση εμπορικού πλοίου ή για τη συμπλήρωση τής σύνθεσης τού πληρώματός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + αποστολή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”